- καθούμενος
- η , ο1) сидящий; 2) нигде не работающий; безработный;
§ στα καλά καθούμενα — ни с того ни с сего, без всякого повода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ στα καλά καθούμενα — ни с того ни с сего, без всякого повода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθούμενος — η, ο βλ. κάθομαι … Dictionary of Greek
καθούμενος — η, ο 1. καθισμένος. 2. η φράση «στα καλά καθούμενα», σημαίνει χωρίς ιδιαίτερη αιτία και αφορμή: Άρχισε να βρίζει στα καλά καθούμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούμενος — κατάλ. παθ. μτχ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων σε έω και όω (πρβλ. δηλούμενος, κρατούμενος).Παραδείγματα παθ. μτχ. σε ούμενος: αυξομειούμενος, βρισκούμενος, γραμματιζούμενος,… … Dictionary of Greek
ψειρίζω — Ν [ψείρα] 1. καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τις ψείρες, ξεψειρίζω 2. μτφ. α) λεπτολογώ υπερβολικά, δίνω μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες («τά ψειρίζει όλα») β) αποσπώ χρήματα με έντεχνο τρόπο, τά βουτάω 3. παροιμ. «άδειος και καθούμενος ψείριζε τ… … Dictionary of Greek